- βούλιος
- βούλιοςsagemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βούλιος — βούλιος, ον (Α) [βουλή] συνετός, σοφός … Dictionary of Greek
Βούλιος — Βούλις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλιώτερον — βούλιος sage masc acc comp sg βούλιος sage neut nom/voc/acc comp sg βούλιος sage adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούλιον — βούλιος sage masc/fem acc sg βούλιος sage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλίοις — βούλιος sage masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλίου — βούλιος sage masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούλιοι — βούλιος sage masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλή — η (AM βουλή, Α και δωρ. τ. βωλά και αιολ. τ. βόλλα) 1. απόφαση («δίνω, παίρνω, βάνω, βγάζω βουλή», «Διὸς δ΄ ἐτελείετο βουλή» και γινόταν το θέλημα του Δία) 2. γνώμη, συμβουλή («ήδωκε γνωστική βουλή σ εκείνο που κατέχει», «βουλὴν προτιθέναι» το να … Dictionary of Greek
ομοβούλιος — ὁμοβούλιος, ὁ (Α) προσωνυμία τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + βούλιος «συνετός»] … Dictionary of Greek